- καυστήριον
- καυστήριον, τὸ (Α)βλ. καυστήριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυστήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίοις — καυστήριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίου — καυστήριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίων — καυστήριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίῳ — καυστήριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρια — καυστήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήριος — καυστήριος, ία, ον (ΑΜ) [καυστήρ] μσν. 1. αυτός που καυτηριάζει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία η καυτηρίαση* αρχ. το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. τού καυτήριον*) το κεραμευτικό καμίνι … Dictionary of Greek
καυτήριο — και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ] πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια δραστικές χημικές ουσίες που… … Dictionary of Greek